- χαλκειώδης
- χαλκ-ειώδης, ες,A = χαλκοειδής 1, φάρμακον prob. l. in Zos. Alch.p.216B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκειώδης — ῶδες, Α [χάλκειος] χαλκοειδής* («χαλκειῶδες φάρμακον», Ζώσ. Αλχ.) … Dictionary of Greek
χαλκειῶδες — χαλκειώδης masc/fem voc sg χαλκειώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)